Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τό κατάλαβε

  • 1 δίνω

    (αόρ. έδωσα и έδωκα, παθ. αόρ:
    δόθηκα) μετ. 1) давить, подавать; передавать; вручать; δώσε μου το μαχαίρι дай мне нож; να τού δώσεις το βιβλίο μου передай ему мою книгу; ο θείος της της έδωσε ένα σπίτι её дядя дал ей в приданое дом;

    δίν τό χέρι μου — подавать, протягивать руку;

    δίνω μ' ενοίκιο — давить напрокат;

    δίν κάτι δανεικά — давать что-л, в долг;

    δίνω τό φάρμακο — давать лекарство;

    2) отдавать, сдавать (в ремонт и т. п.);
    3) давать (тж. в подарок), раздавать, распределять;

    δίνω ψωμί σε όλους — раздавать всем хлеб;

    έδωσε σε όλους από ένα μολύβι он всем подарил по карандашу;
    4) давать, предоставлять;

    δίνω άδεια — давать разрешение; — разрешать, позволять;

    δίνω προνόμιο — давать привилегию;

    μας έδωσε την δυνατότητα... он нам предоставил возможность...;
    5) давать милостыню;

    αυτός ποτέ δεν δίνει (ελεημοσύνη) — он никогда не подаёт (милостыню);

    6) давать, платить; предлагать (цену);

    τί δίνεις στον κηπουρό; — сколько ты платишь садовнику?;

    πόσα σρύ δίνουν γιά αυτοκίνητο; — сколько тебе предлагают за машину?;

    7) продавать; уступать (за какую-л. цену);

    τό δίνει το σπίτι του — он продаёт свой дом;

    τί θέλει γιά να μας το δώσει; за сколько он нам хочет его уступить?;
    8) приносить доход, давать прибыль;

    δίνω κέρδος — давать доход;

    δίνω οφέλεια — приносить пользу;

    ο κήπος τού δίνει πολύ λίγα — сад ему приносит очень мало дохода;

    9) выдавить замуж, отдавать (за кого-л.);
    τίς έδωσαν όλες τίς κόρες τους они выдали замуж всех своих дочерей;

    δίνω την κόρη μου σε... — выдавать дочь за...;

    10) бить, ударять; дать (разг);
    δώσε του κάμποσες дай ему хорошенько; 11) см. δίδω 2;

    δίνω τραπέζι — давать обед;

    12) (с сущ. означ. действие по значению данного существительного):

    δίν ξύλο — бить, избивать;

    δίνω κλωτσιά — пинать;

    % лягать;

    δίνω γροθιά — ударить кого-л. кулаком;

    δίνω πιστολιά — выстрелить из револьвера, пистолета;

    δίνω ντουφεκιά — выстрелить из винтовки;

    δίνω μαχεριά — ударить ножом;

    δίνω φωτιά — поджигать;

    δίνω φίλημα — целовать;

    δίνω όρκο — давать клятву; — клясться;

    δίνω τέλος — кончить;

    δίνω πίστη — верить, доверять;

    δίνω συνταγή — выписывать рецепт, прописывать лекарство;

    δίνω παράσταση — давать представление;

    δίνω τό

    παράδειγμα подавать пример;

    δίνω διαταγή — подавать команду, приказ;

    § δίνω πίσω — отдавать обратно, возвращать;

    δίνω ακρόαση — а) слушать; — выслушивать; — б) давать аудиенцию;

    δίνω προσοχή — быть внимательным, обращать внимание;

    δίνω τό λόγο — предоставлять слово (на собрании);

    δίνω λόγο — или τον λόγο μου — давать слово, обещать;

    δίνω τό λόγο της τιμής μου — давать честное слово;

    δίνω λόγο — или δίν λογαριασμό (των πράξεων μου) — давать отчёт, отчитываться (за свои поступки);

    δίνω χέρι — помогать;

    δίνω αναφορά — а) отдавать рапорт, рапортовать; — б) ирон. докладывать, доносить;

    δίνω σημασία — придавать значение;

    δίνω σε κάποιον να καταλάβει — а) давать кому-л. понять; — б) подробно объяснять кому-л.;

    δίνω αέρα σε κάποιου — многое позволять, давать волю кому-л.;

    μου δίνει στα νεύρα — он мне действует на нервы;

    δίνω τό κεφάλι μου — я готов голову дать на отсечение;

    του δίνω — уходить, смываться;

    να δώσει ο θεός να... дай бог, чтобы...;
    να μη το δώσει ο θεός не дай бог;

    δίνω σημεία ζωής — подавать признаки жизни;

    δίν καί παίρνω — разыгрывать из себя важную персону;

    του δίν (δρόμο) — прогонять;

    δίνε του уходи, убирайся; тоб 'δωκε τα παπούτσια στο χέρι он его выпроводил;
    του 'δωκα και κατάλαβε я ему задал (трёпку);

    δίνω τόπο της οργής ( — или στην οργή) — сдерживать гнев;

    δώσ' του νάχει ему дай только волю;
    δωσε-δώσε или εδωσ' εδωσε с большим трудом; δώσεδώσε τον πήρε ο ΰπνος он с большим трудом уснул;

    (δεν) μρύ δίνει χέρι — это мне (не) подходит, это (не) в моих интересах;

    δίνομαι — предаваться, отдаваться;

    δίνομαι στην επιστήμη — отдаваться науке

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δίνω

  • 2 καταλαβαίνω

    (αόρ. (ε)κατάλαβα) μετ.
    1) понимать; постигать; κατάλαβες περί τίνος πρόκειται; ты понял, о чём идёт речь?;

    καταλαβαίνω ελληνικά — понимать по-гречески; — знать немного греческий язык;

    2) замечать;

    § δεν καταλαβαίνει γρύ — он ничегошеньки не понимает, не смыслит;

    τοϋδωσα και κατάλαβε я его проучил, я ему дал понять;
    μαζί μιλούρε και χώρια καταλαβαίνουμε мы говорим на разных языках

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καταλαβαίνω

  • 3 μόνος

    η, ο[ν] 1.
    1) один, единственный;

    μόνη λύση — единственное решение;

    μόνος μου (σου κ. λ. π.) — я (ты и т. д.) сам;

    αυτη τη δουλιά ( — или την εργασία) την εκανα μόνος μου — я сделал эту работу один, сам;

    τό κατάλαβε μόνος του — он понял это сам;

    σκέψου το μόνος σου — подумай об этом сам;

    2) один, одинокий;

    αίσθάνομαι τον εαυτόν μου μόνο — чувствовать себя одиноким;

    μένω μόνος — оставаться одиноким;

    η μητέρα και η αδελφή έμειναν εντελώς μόνες — мать и сестра остались совсем одни;

    ενεργώ μόνος — действовать в одиночку;

    § μόνοι — наедине, одни;

    (από) μόνος μου (του κ. λ. π.)я (он и т. д.) сам, по собственной инициативе;

    πήγα από μόνος μου στο γάμο — я без приглашения пошёл на свадьбу;

    κατά μόνας — один, наедине с самим собой;

    ομιλώ κατά μόνας — разговаривать с самим собой;

    εργάζεται κατά μόνας — он работает один, в одиночку;

    2. (ο) одиночка

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μόνος

См. также в других словарях:

  • κατάλαβε — καταλαμβάνω seize aor imperat act 2nd sg καταλαμβάνω seize aor ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • Γοργώ — I Μυθολογικόπρόσωπο. Βλ. λ. Γοργόνα. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κόρη του βασιλιά Κλεομένη της Σπάρτης και σύζυγος του Λεωνίδα (5ος αι. π.Χ.). Πολύ έξυπνη, κατάλαβε πως ο πατέρας της κινδύνευε να καμφθεί όταν ο Πέρσης πρέσβης του ζήτησε γη… …   Dictionary of Greek

  • Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός — (Gaius Julius Caesar Octavianus Augustus, Ρώμη 63 π.Χ. – Νόλα 14 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ήταν γιος του Γάιου Οκτάβιου και της Αττίας, ανιψιάς του Καίσαρα, ο οποίος τον υιοθέτησε (45 π.Χ.) και τον όρισε με διαθήκη κληρονόμο του. Όταν πέθανε ο …   Dictionary of Greek

  • αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… …   Dictionary of Greek

  • αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • εφάπτομαι — (ΑΜ ἐφάπτομαι και ἐφάπτω, ιων. τ. ἐπάπτω) μέσ. 1. εγγίζω κάτι στην εξωτερική του επιφάνεια, έρχομαι σε επαφή με κάτι, πιάνω, ακουμπώ σε κάτι («τοίχων ἐφαψάμενος», Φιλοστόργ.) 2. μαθημ. ακουμπώ, έχω ένα κοινό σημείο με κάποια καμπύλη νεοελλ. (το… …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • ημιθέα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Η. η Μελποδία. Κόρη του Στάφυλου, που της εμπιστεύτηκε τη φύλαξη του νεοφυτεμένου αμπελιού του. Η H. αποκοιμήθηκε και δεν κατάλαβε πως είχαν μπει στο αμπέλι χοίροι, που έφαγαν τα κλήματα. Για να σωθεί από την οργή… …   Dictionary of Greek

  • θίσβη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση την αναφέρει ως κόρη του Ασωπού, επώνυμη της ομώνυμης βοιωτικής πόλης. Το όνομά της συνδέεται με τον μύθο του νεαρού Πύραμου. Σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου αυτού, ο Πύραμος αναζητούσε τη Θ., η οποία όμως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»